φαιδρόν

φαιδρόν
φαιδρός
bright
masc acc sg
φαιδρός
bright
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Φαῖδρον — Φαῖδρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

  • σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… …   Dictionary of Greek

  • ψαιδρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «φαιδρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. τού φαιδρός] …   Dictionary of Greek

  • ИЛАРИОН ВЕЛИКИЙ — [греч. ῾Ιλαρίων ὁ Μέγας] (ок. 291, Фавафа, близ Газы 371, Кипр), прп. (пам. 21 окт.). И. В. считается основателем палестинского монашества. Его Житие было написано блж. Иеронимом Стридонским в основанном им мон ре рядом с храмом Рождества… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”